περιποδίη

περιποδίη
ἡ, Α
ιων. τ. βλ. περιπόδιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιπόδιος — α, ο / περιπόδιος, ία, ον, ΝΑ, θηλ. ιων. τ. περιποδίη Α νεοελλ. (μόνον το ουδ. ως ουσ.) το περιπόδιο περίβλημα που φοριέται γύρω από τα πόδια, η κάλτσα αρχ. 1. αυτός που τοποθετείται γύρω από τα πόδια, που τά περιβάλλει («τὸν περιπόδιον κόσμον»,… …   Dictionary of Greek

  • περιποδίην — περιπόδιος going round the feet fem acc sg (epic ionic) περιποδίη going round the feet fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”